- κατάπληκτος
- κατάπληκτοςastonishingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπληκτος — η, ο (AM κατάπληκτος, ον, Μ θηλ. και η) [καταπλήσσω] νεοελλ. ο κατεχόμενος από κατάπληξη, έκπληκτος, εκστατικός, εμβρόντητος, άναυδος μσν. αρχ. (εσφ. ανάγν. αντί καταπληκτικός), αυτός που προξενεί κατάπληξη και θαυμασμό, ο αξιοθαύμαστος, ο… … Dictionary of Greek
κατάπληκτον — κατάπληκτος astonishing masc/fem acc sg κατάπληκτος astonishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήκτου — κατάπληκτος astonishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήκτων — κατάπληκτος astonishing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήκτῳ — κατάπληκτος astonishing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπληκτα — κατάπληκτος astonishing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… … Dictionary of Greek
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek